“Ήταν μια πρόσκληση από αυτές τις άσχετες που σου έρχονται τηλεφωνικά από κείνο το ανάμεσο γνωστού-φίλου. Πάρτι μασκαράτας σε χλιδάτο σπίτι μυστικό, μυστικό δηλαδή μια πριν από το άλλο, εκείνο με τους επώνυμους και τα φώτα της δημοσιότητας.
Αδιάφορο, ο ιδιοκτήτης του σπιτιού μου ήταν άγνωστος, κανείς από τους φίλους μου όσο ήξερα δεν θα ήταν εκεί, αρνήθηκα. Ήρθαν ενισχύσεις στην πρόσκληση, θα γινόταν σε γκαλερί η οποία θα έκανε εγκαίνια την επόμενη μέρα και θα ήταν κρίμα να χάσω την ευκαιρία να δω έργα τέχνης χαλαρά με καθαρό ποτό και μουσική. Άλλαζε αυτό το τελευταίο το αδιάφορο, σε ενδιαφέρον, η αλήθεια.
Παρασκευή βράδυ, με μια κατάλευκη χήρα για στολή, μπρος στην έπαυλη πέρασα την πύλη με το αυτοκίνητο, διέσχισα μια εντυπωσιακή αλέα, στην είσοδο του σπιτιού με περίμενε μια χαμογελαστή λιβρέα με την καλησπέρα της.
Μπήκα σε ένα μίνιμαλ παλάτι. Χλιδή μάλλον αυτό θα ήταν, πώς αλλιώς….. εσωτερικές πισίνες, καθιστικά χωμένα κάτω από το δάπεδο, φωτισμοί παντού και πουθενά, δέντρα ολάκερα φυτεμένα μέσα στα σαλόνια, τα έργα τέχνης απλώνονταν σε τοίχους ατέλειωτους, η γλυπτική παντού γύρω μας, τα αντικείμενα από χυμένο σίδερο, τα χάλκινα, τα ξύλινα, τα ασήμια σπαρμένα παντού μα παντού, δεν θέλω να ξαναθυμηθώ τα μπάνια της έπαυλης, μαύρο μάρμαρο, χρυσό μασίφ και ελεφαντόδοντο σε μεγάλα κομμάτια, απίστευτο. Τραπέζια με λινά τραπεζομάντηλα γεμάτα με γεύσεις από όλη τη γη, θεματικά βαλμένα στη σειρά.
Αυτά σε ότι αφορούσε τα άψυχα του χώρου. Μέχρι εκεί χαιρόσουν να ακουμπάς το βλέμμα σου παντού γύρω.
Αφού καταλάγιασε η λάμψη της ποιότητας, ήρθε η ώρα να πάει το βλέμμα και στους ανθρώπους. Εκεί άλλαζε το σκηνικό, εκεί αντιλαμβανόσουν πως η βραδιά ήταν πράγματι “ειδική”, παρόντες ο οικοδεσπότης, μια συγκεκριμένη ομάδα φίλων του και ημίγυμνα αναλώσιμα γύρω σπαρμένα παντού, με το βλέμμα της αγελάδας, την σιγουριά του αδαούς και το όνειρο να γίνω χαλίφης στη θέση του χαλίφη ….μια μέρα.
Αν κοιτούσες ένα γύρω θα καταλάβαινες πως, το ανάμεσο γνωστού- φίλου ήταν ένας κλασικός βλάκας που απλά δεν θα έπρεπε να με είχε προσκαλέσει.
Ήμουν η μύγα μέσα στο γάλα, που αν και αφρόγαλα και δεν φαινόμουν, ήταν προφανές, ούτε φίλος τους ήμουν ούτε είχα το κατάλληλο φύλο για να περάσω σαν αναλώσιμο τους.
Όπως και να ταν ήμουν εκεί, μου φαινόταν το ίδιο άβολο να φύγω, ο χώρος ήταν τόσο ωραίος που με ένα ποτό στο χέρι και έτσι σαν διάφανη που έμοιαζα στα μάτια τους θα είχα την ευκαιρία να είμαι “απρόσκλητη” σε μια μάζωξη που δεν θα γινόταν να είμαι με άλλο τρόπο παρά με την πρωτοβουλία ενός χαζού, γνωστό σε πολλές καταστάσεις αυτό….
Ζήτησα μια τεκίλα και διάλεξα έναν όμορφο χώρο να αράξω, κοιτούσα διακριτικά γύρω, όλοι ντυμένοι το απωθημένο τους και όχι τον καρνάβαλο που εμείς ξέραμε, ωστόσο το χρήμα συγκεντρώνει γύρω του το γούστο και την Τέχνη και οι γηραιές αρσενικές Αντουανέτες ήσαν εντυπωσιακές.
Ο οικοδεσπότης είχε φροντίσει να έχει για τους φίλους του ζωντανή μουσική και όταν προχώρησε κάπως η ώρα άρχισαν όλοι με πρώτον τον ίδιο να κάνουν πρόγραμμα, με την Μαρινέλα όπως συνήθως, βόλευε πάντα αυτή η γυναίκα στις μιμήσεις, ίσως γιατί δεν την έλεγες και λεπτεπίλεπτη και ήταν πιο κοντά τους.
Ήταν μια παρέα που έδειχνε να την ενώνουν πολλά και που είχε στήσει τούτο το χορό για την ευχαρίστηση της, την είχε γεμίσει αναλώσιμα …χώρου, οι χοντράδες σε κινήσεις και σε φράσεις προχωρούσαν ανάλογα με το πιοτό μα αφορούσαν μόνο αυτούς, την μικρή άρκτο, από κει και έξω δεν έβλεπαν, τα ανώνυμα μέλη της συντροφιάς τους, αγκαλιά τα είχαν μα δεν τα έβλεπαν καν, ήταν μια αίσθηση άχαρη, ας την ορίσω έτσι..
Μέχρι εκεί ήταν μια βραδιά που μου έδινε εικόνες εικαστικές αφειδώς, κραυγές χαράς; αυτό θα ήταν γιατί επικρατούσε στην νύχτα μας, έλλειψης αγωγής που κραύγαζε παρέα με το ουάου, και την γεύση του “ακάλεστου” που έδειχνε ωστόσο να αφορά μόνο εμένα, ο περίγυρος μου εκείνη τη βραδιά έβλεπε μόνο ότι ήθελε να βλέπει, από την επόμενη σαν συναντιόμαστε ήμουν σίγουρη πως θα είχα να κάνω με δεκάδες ευγενέστατους κυρίους,
Περνούσε η ώρα και το κέφι ήταν πια στο αποκορύφωμα του, εκεί έκαναν την εμφάνιση τους τα ντόμπερμαν, ήσαν 6-7 κάπου τόσα, πρώτη φορά έβλεπα από τόσο κοντά αυτά τα σκυλιά, ήταν εκπληκτικά, κατάμαυρα, γυαλιστερά, λιτά, αγέρωχα, μπήκαν στον χώρο σαν πρωταγωνιστές..
Τα σκυλιά κατευθύνθηκαν προς τους ατέλειωτους μπουφέδες με τα φαγητά, ανέβηκαν πάνω και μύριζαν, έγλειφαν, έτρωγαν καθισμένα ανάμεσα στις πιατέλες ότι έκαναν κέφι, κανείς δεν έδειχνε να ενοχλείται.
Πήγα προς τον οικονόμο του σπιτιού, και τον ρώτησα γιατί δεν κάνει κάτι γιαυτό το θέαμα, τα σκυλιά είχαν κάνει τον χώρο δικό τους πια, μου απάντησε πως ήταν τα αγαπημένα ζώα του κυρίου του, που σήμαινε πως μπορούσαν να κάνουν ότι ήθελαν, ότι ήθελαν μου τόνισε, ήταν οδηγία του.
Στην ερώτησή μου αν κάποιος ήθελε κάτι ακόμα, ένα ποτήρι νερό ας πούμε που τα είχαν γλείψει σχεδόν όλα μου είπε πως θα μπορούσαν θαυμάσια να εξυπηρετηθούν με ότι είχε πάνω στα τραπέζια,τα ζώα είναι φίλοι μας.
Είχε δίκιο τα ζώα είναι φίλοι μας, αυτό το είχα ξεχάσει τελείως κείνο το βράδυ, όπως και το ότι το ζώο που έχουμε όλοι μέσα μας βγαίνει ατόφιο στην μεγάλη φτώχεια και στον μεγάλο πλούτο.
Ήταν σίγουρα η ώρα να αναχωρήσω, δεν ευχαρίστησα για την πρόσκληση και την προσβολή, φαντάζομαι κανείς τους δεν θα ευχαριστούσε τον οικοδεσπότη για την προσβολή, μάλλον για φυσιολογική θα την είχαν, δεν χαιρέτησα, δεν με είχε δει και κανείς, όπως δεν είχα δει κι εγώ κανέναν πραγματικά, εικόνες έβλεπα και σκηνές, ανθρώπους πουθενά, κι εκείνοι επίσης, εκείνο το βράδυ είχαν κατεβάσει τα ρολά των κοινωνικών τους ρόλων, πατεράδες, σύζυγοι, αξιοσέβαστοι πολίτες του κόσμου το είχαν ρίξει έξω.
Τι απόκριες κι αυτές εκείνο το βράδυ, μόνιμες για κάποιους σκεφτόμουν, μια το χρόνο για τους υπόλοιπους κατέληξα, μπορεί και καμιά.
Δεν με αφορούσε το τι έκαναν ούτε το πως ζούσαν, μα να που ένας βλάκας μας είχε βάλει μαζί στη σκακιέρα και δεν μου άρεσε, αλήθεια δεν μου άρεσε, δεν ήταν καλύτερη η δική μου ζωή από την δική τους ή χειρότερη, ήταν διαφορετική και το πάντρεμα δεν είχε νόημα και λόγο. Έχουν σημασία οι κώδικες που ζεις, έχουν σημασία, είναι η ρότα για να μην χάνεσαι στο πουθενά.
Τρεις δεκαετίες μετά ζούμε σε καιρούς που η προσπάθεια είναι να αφανιστεί η μικρό-μεσαία τάξη, μα με αυτήν ισορροπούν οι κοινωνίες, είναι επικίνδυνο να εκλείψει, κρατούν το μέσο, τα άκρα είναι άγρια, και τα προς τα πάνω και τα προς τα κάτω. Που πάμε δηλαδή; Πίσω στην ζούγκλα, εκεί που τα αρχέγονα ένστικτα κυβερνούν κατά κράτος; ”
(απόσπασμα)