“… Οι μεγαλύτερες οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ισότητας και δεκάδων αλτρουιστικών θεμάτων ήταν λογικό να ανθούν σ’ αυτό τον τόπο που την φιλοξενούσε προσωρινά, στον Καναδά σαν σου πρόσφεραν τον καφέ ελάχιστα πιο ζεστό από το επιτρεπτό για την γλώσσα ή σαν γλιστρούσες στο τελευταίο πεζοδρόμιο από κόκκο χιονιού (σε μια χώρα που το χιονισμένο τοπίο συμβάδιζε με το όνομά της) σε αποζημίωναν περίπου το βάρος σου σε χρυσό…..ακριβώς όπως και στον τόπο της, που έχανες τη ζωή σου από εγκληματικά λάθη και σοβαρές κακοτεχνίες και έφτανε ο απόγονός σου ακόμα να ψάχνει ποια ακριβώς υπηρεσία του Δημοσίου ήταν υπαίτια γιαυτό και στην συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων τελικά, δεν έφταιγε ποτέ κανείς…..
Εδώ όμως μιλούσαμε για τέτοιο επίπεδο σεβασμού μεταξύ κράτους και πολίτη. Γι αυτό και ο χώρος στο μυαλό για την ανάπτυξη όλων αυτών των θαυμαστών, σε αντιδιαστολή με την σχέση που υπήρχε στον δικό της τόπο, αυτή του χάους, της καχυποψίας, της ακαταστασίας, της ανομίας, του ρεσιτάλ αδικίας εκ μέρους του ισχυρού πρώτα και της άμυνας και του βολέματος όπως όπως εκ μέρους του αδύνατου στην αρχαία της πατρίδα.
Αυτήν την τόσο κουρασμένη να διδάσκει αιώνες τα ιδανικά και να ζει με τον χείριστο τρόπο.
Ήταν κι αυτοί οι Έλληνες που τρέφονταν λες απ’ τη ζέστη της ματιάς, απ’ την ανθρωπιά τους, απ’ το φιλότιμο, απ’ τη θάλασσα και τα χρώματα, απ’ τον καταγάλανο ουρανό και που φάνταζαν πάντα εχθρικοί και ανεξήγητοι στους “άλλους” που δεν διάβαζαν πουθενά την καρτερία και την προσπάθεια να παλεύεις μόνος σου, χωρίς καμία πρόνοια, κανένα αξιόπιστο σύστημα.
Για τους ξένους ήταν πιο εύκολο να μένουν στο αβίαστο γέλιο σου, στην ντομπροσύνη σου, στην αδιανόητη γι αυτούς ευκολία σου να βρίσκεις λύσεις καθημερινά εκεί που δεν υπάρχουν, ερμηνεύοντας αυτή σου την δυναμική σαν ένδειξη ανωριμότητας και αφερεγγυότητας.
Αλλά σε ποιον να εξηγήσεις και τι όταν κάθε φορά σαν πρέπει να πεις στους “πολιτισμένους νέους λαούς” από που είσαι συναντάς ένα βλέμμα ¨ευγενούς επιείκειας” για την χαμηλή σου συνεισφορά στο σήμερα και σε αυτές τις παγκόσμιες ιδέες και πράξεις “της πολυτέλειας”.
Πώς να συνεισφέρεις άραγε στους βιότοπους του Αμαζονίου ή στην διάσωση της Καρέτα Καρέτα σαν δεν έχεις εξασφαλίσει βασικά, πολύ βασικά που οι άλλοι έχουν κατακτημένα σαν φυσικά;
Πως να εξηγήσεις πως πέρα απ’ αυτούς που δεν κατάφεραν να επιβιώσουν στον παραλογισμό αυτού του τόπου και ή έφυγαν ή έζησαν μισώντας και κατακλέβοντας τον, υπάρχουν και οι άλλοι. Που τα κατάφεραν, με πίστη και αγάπη γι αυτή την ξερολιθιά και πως αξίζουν όσο όλοι οι υπόλοιποι λαοί μαζί κι ακόμα παραπάνω, γιατί θέλει ικανότητα και δύναμη περισσή να επιβιώνεις με αξιοπρέπεια, σε μια χώρα που είναι δεδομένη η αδικία και το παράλογο που περνά για λογικό…”
(απόσπασμα)