“…Τα μπλε μάτια της συνόδευε μια μυωπία έξη βαθμών, που συνήθως κάλυπτε με φακούς επαφής. Ωστόσο ακριβώς λόγω αυτού της του ελαττώματος είχε ένα προνόμιο. Ήταν ένα αγαπημένο παιχνίδι που έπαιζε με τον εαυτό της. Κάποιες φορές που δεν ήθελε να βλέπει παρά μόνο μέχρι τη μύτη της έβγαινε έξω στα τυφλά. Διέσχιζε τους πολυσύχναστους δρόμους με την βοήθεια της ακοής και των αντανακλαστικών της.
Αυτό το παιχνίδι το είχε παίξει κι εκείνο το βράδυ, είχε βαδίσει στα τυφλά μέχρι το μπαράκι που μαζεύονταν με τους φίλους της.
Ήθελε να βλέπει μόνο πολύ κοντά της καθαρά και από κει και πέρα μορφές, καπνός και φώτα γίνονταν ένα θολό ακαθόριστο γκρι χρώμα, που το διέκοπταν κόκκινες, κίτρινες, άσπρες θολές κουκκίδες από διάφορες εστίες φωτός.
Η βραδιά κυλούσε ευχάριστα, κι εκείνη βολεμένη αναπαυτικά σε μια πολυθρόνα, έπαιρνε μια ανάσα από τον χορό και φλυαρούσε με τον κολλητό της.
Αιφνίδια και ανεξήγητα σταμάτησε να μιλάει. Ένοιωσε σαν να είχε εκραγεί κάτι στα μέσα της. Γύρισε το κεφάλι προς την είσοδο σαν υπνωτισμένη και συνάντησε δυο μάτια καρφωμένα – με γνώριμο τρόπο, πάνω στα δικά της.
Ήσαν τα μάτια που της είχαν συστήσει κάποτε τον Όλυμπο.
Ήταν εκεί, τους χώριζαν λίγα μέτρα, ενστικτωδώς έψαξε με τα χέρια της το πρόσωπό της, ήθελε να βεβαιωθεί. Πράγματι δεν φορούσε γυαλιά κι όμως τον έβλεπε πεντακάθαρα, μόνο αυτόν, τον τέλειο άντρα, στο κέντρο ενός ολάκερου θολού τοπίου.
– Είναι εδώ, ψέλλισε στον φίλο της και κατευθύνθηκε προς αυτόν χωρίς να το καταλάβει καλά- καλά.
Ευτυχώς που γνώριζε τον χώρο, αλλιώς θα σκουντούσε σε τραπέζια, σε σκαμπό, σε ανθρώπινα πόδια και λίγο πριν τον φτάσει θα έπεφτε μπροστά του στα σίγουρα, μπερδεμένη στα σκαλοπάτια που δεν διέκρινε.
Όμως η λάμψη των ματιών του άνοιγε διόδους, φώτιζε τα σκοτάδια της, την διευκόλυνε να τον πλησιάσει.
Τώρα ήταν δίπλα του, αυθόρμητα είχε περάσει το χέρι της γύρω από το δικό του. Τα πρώτα δευτερόλεπτα τα είπαν χωρίς λόγια, μετά χαιρετήθηκαν σαν άνθρωποι. Η επαφή της σάρκας τους, εν τω μεταξύ,της δημιουργούσε μια επώδυνη τρεμούλα, έκανε μια κίνηση να ελευθερώσει το χέρι της από το δικό του. Εκείνος όμως το κατάλαβε και την εμπόδισε κρατώντας την πιο σφικτά.
Ευτυχώς που ο καλός Θεός είχε τοποθετήσει πίσω της μια κολόνα. Πάνω της στηρίχτηκε για να μην σωριαστεί κάτω- γιατί είχε την εντύπωση πως αν κατέρρεε, δεν θα έβρισκαν από εκείνη ούτε ψήγμα σκόνης….”