“…Ήταν μικρούλα τότε πολύ, θυμάται όμως τις βαλίτσες με τα κοστούμια τους. Κάθε φορά που ετοιμάζονταν για καινούργια τουρνέ, το σπίτι τους γέμιζε χρυσόσκονη και γυναίκες που κεντούσαν μερόνυχτα. Χάντρες, φτερά, τρέσες, πέρλες, δάκρυα, χρυσοκλωστές, φλουριά, καθρεφτάκια. Όλα στριμωγμένα με τέχνη περισσή, πάνω σε μετάξια δαντέλες μουσελίνες και κρέπια, να συναγωνίζονται το ένα το άλλο σε φαντασία και σε συνδυασμούς.
Κι ανάμεσα σε όλα αυτά και τα μικρά από κοντά, μπαίνανε σ΄ αυτή τη μαγεία που θεωρούσαν ότι πιο φυσικό.
Έψαχνε με τον αδελφό της στις γωνιές του σπιτιού τον Πινόκιο ή χαμένοι ανάμεσα στα γυαλιστερά πολύχρωμα πανιά αναζητούσαν την κολοκύθα που θα μεταμορφωνόταν σε άμαξα και θα τους πήγαινε στο παλάτι του πριγκιπόπουλου.
Άλλοτε πάλι πήγαιναν στο χοροδιδασκαλείο, όπου σουλτάνοι, νεράιδες, βασίλισσες, μάγισσες, γελωτοποιοί, χόρευαν ασταμάτητα μέσα στα υπέροχα κουστούμια τους, στα παράξενα τεράστια καπέλα τους και στις αστραφτερές τους μάσκες.
Γυρνούσαν σαν σβούρες ανάμεσά τους και γίνονταν ένα με αυτούς.
Εκείνες τις εποχές, ένοιωθαν με απόλυτη σιγουριά πως ήσαν τα μόνα παιδιά που μπορούσαν να πηδούν μέσα στις σελίδες των παραμυθιών και να παίζουν μαζί με τους αγαπημένους τους ήρωες, όλες τις ιστορίες που τα άλλα παιδιά διάβαζαν.
Είχαν την πολυτέλεια να ονειρεύονται με τα μάτια ανοικτά…”
(απόσπασμα)