“…Άλλωστε ένοιωθε να τον γνωρίζει από αιώνες
και να τον αγαπά από πάντα της.
Άφηνε στα χέρια του τα χρώματα της ψυχής της την ώρα της φυγής της.
Θα τα συναντούσε και θα τα αναγνώριζε κάθε φορά
που θα κοιτούσε τους πίνακες του.
Ίσως έτσι με ένα σπουδαίο τρόπο θα ήσαν μαζί.
Αυτός τον απόλυτο έρωτα τον ζούσε αγκαλιά με τα πινέλα του.
Η αλήθεια του ήταν εκεί επάνω στον μουσαμά του.
Στον μαγικό κόσμο της Τέχνης του.
Στις ατέλειωτες ώρες μοναξιάς και δημιουργίας
στο στούντιο που ταίριαζε τις φόρμες του.
Με ζητούμενο να εκφράσει την ψυχή του.
Σ΄ αυτή τη διεργασία ήθελε να είναι παρούσα,
ήθελε να είναι έμπνευση και εφαλτήριο στα δάκτυλα του,
δεν την χωρούσε η καθημερινότητά του,
κι επειδή ήταν, άγγιζε τη φλέβα της ευτυχίας,
κρίμα που της χρέωνε τη φυγή….
την διάρκεια του έρωτα θα πρεπε να της χρεώνει,
αυτήν εξασφάλιζε και για τους δυο τους…”
(εδώ στα πινέλα ο Alex Colville)