Κάπου στο πλάι του νεοκλασικού της Βουλής των Ελλήνων.
Πόσο εκτιμάς τη δουλειά που έχεις κάνει στο ¨απέναντι μπαλκόνι¨ άραγε γιατί για μένα είναι μια πολύ καλή σου στιγμή. Άκουσα το CD για πρώτη φορά τυχαία, μια παγωμένη δύσκολη νύχτα.
Οδηγούσα ολομόναχη σε αυτούς τους ατέλειωτους αυτοκινητόδρομους του Τορόντο. Το χιόνι κυρίαρχο παντού, η στρόγγυλη απομόνωση της βραδιάς, απόλυτος άρχοντας.
Ο πάγος μέσα μου και γύρω μου, το -48ο , η ομίχλη, η θύελλα, η εντυπωσιακή ερημιά δημιουργούσαν την εντύπωση πως οι άνθρωποι δεν κατοικούσαν πια σ΄ αυτή τη γη.
Από ένστικτο έψαξα δρόμους επιστροφής στα δικά μου τα γνωστά μονοπάτια, τα ανθρώπινα. Χρειαζόμουν ένα μπλουζ του τόπου μου- αν ήμουν εκεί θα πήγαινα στη Γιώτα Γιάννα, αλλά ο Καναδάς είχε R&B δικό του, δεν μου έκανε εκείνη τη στιγμή.
Ζητούσα παράπονο από την Σμύρνη αγκαλιά με καημό τσιγγάνικο από τα Βαλκάνια, η τη μάνα μου να τραγουδάει το Αστέρι Του Βοριά, για να έρθω στα ίσα μου.
Έσπρωξα το CD της Βιτάλη στο CD Player του αυτοκινήτου μου- το είχα αγοράσει το απόγευμα της ίδιας ημέρας μαζί με το Unplugged του Tony Bennett και το You΄ re Gonna Miss Me του MuddyWatters από το μαγαζί της ελληνικής παροικίας στην Ντάνφορτ.
Δεν είχα προλάβει να τα περιεργαστώ και δεν ήξερα πως πρωταγωνιστούσες εκεί μέσα. Το συνειδητοποίησα από την πρώτη νότα που πλημμύρισε το χώρο κι όσο προχωρούσε η μουσική τόσο υποχωρούσε ο παγετός μέσα κι έξω από τη γέρικη μαύρη Σεβρολέτ.
Στα μισά του πρώτου τραγουδιού κατάλαβα πως δεν έπαιζες μόνο κιθάρες σ΄ αυτή τη δουλειά. Είχες πράγματα να πεις και τα οδηγούσες μέσα από τους δικούς σου, γνώριμους σε μένα, δρόμους.
Άφησα να με κυκλώσει, για άλλη μια φορά, η σχέση σου με τις χορδές, κράτησα τη φωνή της Βιτάλη, έβαλα τις λέξεις του δικού μου πόνου αντάμα.
Στην εισαγωγή του ¨Χόντα που φρενάρει¨, το -48ο κι εγώ μαζί του, είχαμε γίνει πια λιώμα.
Έκλαιγα με λυγμούς, ένα κλάμα βάλσαμο, ένα χαιρετισμό στον τόπο μου, ένα ευχαριστώ στον τρόπο που μας έχει μάθει ο ήλιος της Μεσογείου να βιώνουμε το συναίσθημα, στο πέρασμά μας πάνω στη γη.
Έπαψα να προσέχω τις εξόδους που έπρεπε να ακολουθήσω για να φτάσω στον προορισμό μου. Πήγαινα στο απόλυτο άγνωστο να συναντήσω το ¨χειμωνιάτικο πρωί¨ που ζωγράφιζες αριστοτεχνικά και μοιρολογούσε η Βιτάλη.
Το θυμήθηκα όλο αυτό το Σαββατόβραδο που σε άκουγα να περιγράφεις το δάκρυ που σου προκάλεσε αυτή η σπάνια φωνή, μια νύχτα στην Αθήνα με την παρέα σου.
(απόσπασμα)