“-μου λείπει
-αυτός ε;
-κάτι απ αυτόν……
-η μορφή;
-μπααα μια καθημερινή συνηθισμένη φιγούρα, τι να σου λείπει απ αυτό;
-αφήνουμε τη μορφή, σκίζουμε τα ρούχα και πάμε πιο μέσα, η σάρκα;
-η σάρκα δεν θα το λεγα, σε κανένα πρότυπο κοντά, δεν θα την έλεγες θελκτική σίγουρα…..
-κατάλαβα, τότε πάμε πιο μέσα, γδέρνουμε το δέρμα και προχωράμε στα μέσα, εκεί το ιδανικό;
-εκεί κι αν πιάνει κανείς πάτο, σανσκριτικά το ερώτημα, σουαχίλι η απάντηση, όμορο κανένα και τίποτα
-τότε τι σου λείπει;
– τι μου λείπει ε; το λαμπερό κουκούλι που του φόρεσα και τον έκανε μοναδικό στα μάτια μου, αυτό που φώτιζε τα σκοτάδια της ζωής μου, ο μαγνήτης που με κόλλαγε πάνω του, η ζωογόνος δύναμη που ασκούσε στο είναι μου, ο χρυσός κύκλος που ύφαινα και τον περιείχε…..αυτό!
-και που ναι τώρα αυτό το κουκούλι; γιατί δεν το υφαίνεις πια;
-γιατί κάποια στιγμή καταλαβαίνεις πως ο χρόνος φεύγει υφαίνοντας και όχι ζώντας και …σταματάς να το κάνεις αυτό
και σαν σταματάς αποκτά την φυσική του χλωμάδα, ξαναμπαίνει στη σκιά, φεύγει η λάμψη του και δεν τον βλέπεις πια…είναι ένας ακόμα που περπατά, με το χρώμα ίδιο κι απαράλλαχτο όπως όλων των άλλων…αυτό το αδιάφορο…”