“…Θα τα πούμε όλα απόψε για μας, μου είπες, γιατί εμείς δεν είμαστε μαζί μου είπες, κι εγώ δεν είχα τίποτα να πω για μας ούτε που είχε περάσει απ΄ το μυαλό μου ποτέ πως θα είχα να ακούσω από σένα κάτι για μας.
Στριμώχτηκα, σταμάτησα να σκέπτομαι και πήρα θέση άμυνας. Κλείδωσα το πραγματικό, το πάθος, το απόλυτο, τον έρωτα έξω από τη συζήτησή μας.
Γιατί εγώ τόσα χρόνια δεν χρέωνα τον εαυτό μου πως κάποια στιγμή θα’ πρεπε να τα λέγαμε, να τα ξεκαθαρίζαμε, να δίναμε ο ένας στον άλλον εξηγήσεις. Εγώ τόσα χρόνια χρέωνα τον εαυτό μου να ολοκληρώσω ένα βιβλίο. Ένα βιβλίο «για πάρτη σου».
Ένα βιβλίο που να σου απαντάει σ’ όλες σου τις απορίες για μένα, όχι πως μου τις έθεσες ποτέ αλλά έτσι για να ξέρεις..
Ένα βιβλίο που να σου δείχνει πόσο πολύ θα μπορούσε να σε λατρέψει μια γυναίκα, και σε ποιο βαθμό.
Να ένιωθες την ικανοποίηση πως μια σημαντική γυναίκα τάχτηκε στο «κατά μόνας» γιατί ανέπνεες στον ίδιο πλανήτη μαζί της την ίδια χρονική στιγμή κι αυτό γι αυτήν ήταν η ευτυχία.
Ένα βιβλίο που θα σ’ έκανε ευτυχισμένο και περήφανο, αυτό σου χρωστούσα. Αυτό έκανες κι εσύ τόσα χρόνια με τις δημιουργίες σου με έκανες περήφανη κι ευτυχισμένη, με έβρισκα εκεί μέσα ζωντανή και παρούσα.
Τις εξηγήσεις που μου ζητούσες δεν στις χρωστούσα, πώς να στο πω, ήταν άλλος τρόπος από τον δικό μας…”
(απόσπασμα)