Διαφήμηση
Διαφήμηση
…άνοιξε τα μάτια της…
10405587_350979795104931_4959520621741783734_n
Διαφήμιση

Ημερομηνια

Κοινοποίηση

Facebook
Email

“…..Άνοιξε τα μάτια της, κρύωνε λίγο, κοίταξε το ρολόι της, ήταν πρωί ακόμα, ήθελε να χωθεί στην αγκαλιά του άντρα της να ζεσταθεί αλλά δεν μπορούσε, δεν αγκαλιάζεις έναν ξένο, χαμογέλασε -πάντα έτσι έκανε όταν ήταν πικραμένη, αυτό τελικά είχε καταφέρει ο Άκης. Σηκώθηκε, υπήρχαν και ζακέτες. Φόρεσε μια και βγήκε στη νοτισμένη αυλή.
Η θάλασσα απλωνόταν μπροστά της ήσυχη απέραντη μεταξωτή. Ήσαν δυο μέρες ήδη στο νησί και σε εκείνο τον όρμο που έμεναν βασίλευε μια γαλήνη φάρμακο.
Φευγαλέα καθώς περπατούσε στην νοτισμένη αυλή και παρατηρούσε τα λουλούδια που ξυπνούσαν κι αυτά με τη σειρά τους, σκέφτηκε πως εκείνες τις μέρες στο απέναντι νησί θα έπρεπε να ήταν αυτός, αυτός που δεν ήταν φίλος της, ούτε τίποτα περισσότερο αλλά ούτε και λιγότερο, δεν θα πήγαινε βέβαια αλλά η σκέψη πως και οι δύο ήσαν στο Ιόνιο την έκανε να νοιώσει πως η πρωινή ψύχρα είχε υποχωρήσει, την είχε διώξει η ζεστή του ανάμνηση.
Χάζεψε για λίγο ακόμα τον ορίζοντα, πήρε βαθιές ανάσες και μπήκε μέσα, πήγε στο μπάνιο πλύθηκε και μετά κατευθύνθηκε προς την μικρή κουζίνα που διέθετε το νησιώτικο σπίτι. Δεν είχε ξυπνήσει για τα καλά και ένας καφές θα βοηθούσε, όπου να΄ ταν θα σηκώνονταν και οι άλλοι, σειρά της να ετοιμάσει καφέ για όλους.
Στο μικρό παραλιακό ψαροχώρι βασίλευε απόλυτη ησυχία, και η κόρνα του αυτοκινήτου που περνούσε έξω από την αυλή τους έσπασε την σιγή του πρωινού και τράβηξε την προσοχή της. Την ίδια ακριβώς στιγμή ξεκίνησε ο τελάλης να μιλάει με την ντουντούκα του:
-Ακούσατε ακούσατε συγχωριανοί απόψε το βράδυ εκτάκτως στο Αργοστόλι θα δοθεί παράσταση από τον θίασο…..
Η Βίκυ μαρμάρωσε, διαφήμιζε το θεατρικό που κανονικά θα έπρεπε να βρίσκεται στο απέναντι νησί – είχε έρθει τελικά αυτός σε εκείνη, είχε πάρει όλο το θίασο και είχε έρθει εκεί που ήξερε πως θα ήταν εκείνη… αυτός που δεν ήταν φίλος της ούτε κάτι παραπάνω, ούτε τίποτα λιγότερο.
Κοιτούσε τον καφέ, φούσκωνε, σηκώθηκε πήρε το μπρίκι και κατευθύνθηκε στο κόκκινο φορμάικα τραπεζάκι. Τα φλιτζάνια ήσαν μεγάλα έπιαναν πάνω από το μισό χώρο του τραπεζιού. Έριξε το μυρωδάτο αχνιστό καφέ παντού, στα πιατάκια στο χώρο ανάμεσα από τα πιατάκια, στα τοιχώματα των φλιτζανιών στα χερούλια τους, στην κόκκινη φορμάικα, στην καρέκλα, στο πάτωμα, παντού, εκτός από τις κούπες, δεν πέτυχε καμιά τους. Το χέρι είχε δικούς του ρυθμούς. Στο τέλος άφησε και το μπρίκι να κυλήσει κάτω και σωριάστηκε στην καρέκλα, παραδομένη στους προσωπικούς της παραδείσους,αυτούς που μοιραζόταν χρόνια, μόνο μαζί του, μυστικά. Έπρεπε να πάει….να την έβλεπε να καταλάβαινε πως ήταν εκεί, να του έγνεφε ένα γεια από μακριά, να διάβαζε στα μάτια της την ευγνωμοσύνη που του όφειλε, για αυτή του την κίνηση…..”

(απόσπασμα)

ΑΛΛΑ
ΑΡΘΡΑ