Μια γωνιά σιμά στη θάλασσα, χρόνια κρατάει την ομορφιά της, για κάποιο λόγο επιμένει να είναι μια όαση στα παράλια της Αττικής, καταφέρνει δεκαετίες να έχει στην άπλα της λίγες παρέες κυρίως νέα παιδιά, που δείχνει να σέβονται την ησυχία, την ομορφιά, την απλότητα της.
Βρέθηκα κει μια Κυριακή, η παραλία είχε έξη επτά παρέες όπως συνήθως, ώσπου κατηφόρισε μια παρέα νέων, με τα γέλια και την χαρά της ηλικίας, βολεύτηκε μπρος μπρος εκεί που σκάει το κύμα.
Μέσα σε ελάχιστα λεπτά ολόκληρη η περιοχή άκουγε τα πειράγματα, τα τρανταχτά γέλια, τα παιχνίδια στη θάλασσα μεταξύ τους, δεν μιλούσαν φώναζαν πραγματικά, τα πλατσουρίσματα τους ήταν τόσο δυνατά που έβρεχαν τους περισσότερους γύρω τους, τα χοντροκομένα “αστεία” των αγοριών προς τα κορίτσια της παρέας τους κατάφεραν να εξαφανίσουν την ηρεμία και την χαλάρωση της ατμόσφαιρας.
Δεν σχολίασε κανείς κανέναν από του υπόλοιπους, κάποια ίδια βλέμματα διασταυρώθηκαν σιωπηλά και προσπάθησαν οι πάντες να αρμενίσουν το βλέμμα στο γαλάζιο της θάλασσας πέρα βαθιά και να αγνοήσουν την ανάγωγη οχλοβοή που τύλιξε τον χώρο, άλλωστε σε δημόσιο χώρο βρισκόμαστε όλοι…..μέχρι εδώ καλά, και όχι μόνο, σύνηθες το σκηνικό.
Έμεινα να παρατηρώ την ξετσιπωσιά χωρίς να την κοιτώ, μόνο την προσοχή της ακοής μου είχαν, πάντα με απογοήτευε η έλλειψη αγωγής.
Στην ακατάσχετη λογοδιάρροια με 20 το πολύ λέξεις συνεννοούνταν έτσι κι αλλιώς, κράτησα μια φράση αυτού που φαινόταν για αρχηγός του τσούρμου:
-ρε μαλάκες (αυτό ήταν το κοινό τους όνομα, δεν ακούστηκε κανένα άλλο) τι ωραία παραλία είναι αυτή; ήσυχη χωρίς μαλάκες βλάχους που κάνουν φασαρία, ψώνιο την έχω κάνει μαλάκες, καλός ψαγμένος κόσμος, υπάρχει τελικά ρε, όχι που πας και σε κοιτάνε τα ούφο σαν ούφο, χαχα μαλάκες την έχουμε κάνει λαχείο, είμαι μεγάλος ρε που σας είπα να κατέβουμε εδώ, βρήκα το στέκι μας, ησυχία, θάλασσα γαμώ, παραλία πρώτη………συμφώνησαν όλοι.
Το παιδί που μιλούσε ήταν ειλικρινής, το εννοούσε αυτό που έλεγε, τον βιασμό του ήχου, της αισθητικής, του κοινόχρηστου χώρου, της γλώσσας, δεν τα έβλεπε που τα έπραττε, παρά έβλεπε κάτι που δεν τον ενοχλούσε, ένα καλλιεργημένο περιβάλλον δηλαδή, και το βάφτιζε για δικό του σχολιάζοντας αυτούς που χαλούν την ομορφιά σε άλλες παραλίες, την δική του πράξη δεν την διέκρινε.
Έμεινα σε αυτό, χαμογέλασα μελαγχολικά, αυτό με πείραζε πραγματικά, όχι που ήσαν οι κάφροι της Κυριακής μια παραλίας, μα που έκριναν τους “άλλους” και έκαναν δική τους την εικόνα που είχαν βρει μπρος τους πριν λίγο, συμφωνούσαν για την ομορφιά λες και ήσαν κομμάτι της παραγωγής της……..
Αυτό είναι μια ερινύα που παλεύω αιώνες, ας κοιτάμε ακριβώς τι κάνουμε εμείς, τον χώρο που πιάνουμε και πώς, και ας μην κριτικάρουμε τον διπλανό μας, σε κανένα επίπεδο.
Ούτε που πέρασε από το μυαλό αυτού του παιδιού πως είναι ίδιο με αυτά που έλεγε πως δεν του άρεσαν στις άλλες παραλίες, δεν είχε χρόνο να το σκεφτεί, είχε τόσα να χρεώσει στους άλλους, που να προλάβει να χρεώσει τον εαυτό του. Ναι μα έτσι δεν θα καταφέρουμε ποτέ και τίποτα παίδες…. Ποτέ και τίποτα.