“…..Έφτιαξε ένα δυνατό καφέ να της συμμαζέψει την υπερένταση και την αϋπνία, έκανε ένα μπάνιο, ντύθηκε και πήρε το δρόμο για το κέντρο της Αθήνας. Ήταν πρωί ακόμα μα θα πήγαινε με τα πόδια στον προορισμό της, της άρεσε να περπατά και να βάζει σε σειρά τις σκέψεις στο μυαλό της.
Η διεύθυνση που της είχαν δώσει την οδήγησε σε ένα πολυώροφο κτήριο, που ανήκε ολόκληρο στην συγκεκριμένη τράπεζα, ο σύλλογος εργαζομένων της οποίας θα ανέβαζε την παράσταση.
Προχώρησε στις πληροφορίες και ζήτησε το όνομα που είχε γραμμένο στο χαρτάκι ο κεραμιδής τύπος. Της είπαν να πήγαινε με το ασανσέρ στον τελευταίο όροφο κι εκεί από μια σκάλα να ανέβαινε ακόμα πιο πάνω και θα τον έβρισκε. Χαμογέλασε η Βίκυ λες ο κύριος Λαμπρίδης να ήταν τελικά το περιστέρι της στέγης;
Ωστόσο συμμορφώθηκε με τις υποδείξεις των πληροφοριών και ξεκίνησε την ανάβαση.
Βρήκε τον προορισμό της και τον κύριο Λαμπρίδη πολύ εύκολα. Όταν της τον έδειξαν αναγνώρισε τον πρωταγωνιστή της πρόβας που είχε παρακολουθήσει δύο βράδια πίσω. Τον πλησίασε, χαιρετήθηκαν και όταν του είπε τον λόγο για τον οποίο ήταν εκεί, εκείνος φάνηκε απόλυτα ενημερωμένος. Άνοιξε με μεγάλη άνεση ένα συρτάρι στο πλάι του γραφείου του, έβγαλε από μέσα τρεις δεσμίδες χρήματα, τα οποία της έδωσε με ένα χαμόγελο και μια ευχή για καλή δουλειά.
Περίμενε η Βίκυ την επόμενη κίνησή του. Ένα συμβόλαιο, ένα κομμάτι χαρτί λευκό έστω- να υπογράψει μια απόδειξη, κάτι, σε Τράπεζα βρισκόταν διάολε.
Κι όμως ο πρωταγωνιστής της είπε για το πόσο ήθελε να συζητούσαν για το κοστούμι του- το χρώμα, το υλικό, το σχέδιο, το μάκρος, ωστόσο σεβόταν τον λίγο χρόνο της και τις υποχρεώσεις που αναλάμβανε και δεν θα την καθυστερούσε ούτε στιγμή.
Η Βίκυ πήρε τα χρήματα, τον ευχαρίστησε κι έφυγε.
Μέχρι να κατέβει στο ισόγειο είχε έρθει στα ίσα της.
Ε, βέβαια, τόσο καιρό με τους εμπόρους, τους τεχνοκράτες, τους μεταπράτες είχε ξεχάσει πως το πάθος το μεράκι το όνειρο λειτουργεί με άλλη μπέσα.
Κι ακόμα πιο ευχαριστημένη ήταν που όλα αυτά γίνονταν από παιδιά που ήσαν εκπαιδευμένα να σε «μαδάνε» με το γάντι και να σου δημιουργούν την εντύπωση πως σου προσφέρουν, την ώρα που υπολογίζουν πόσα περισσότερα θα τους προσφέρεις εσύ.
Το όνειρο καλά κρατούσε σκέφτηκε χαμογελώντας σαρδόνια, τροφοδοτούσε ακόμα κι αυτή την κάστα των ανθρώπων με “τον άλλο τρόπο” ζωής…..”
(απόσπασμα)