“Πάντως κάθε φορά που πήγαινε στο σωφρονιστικό κατάστημα, πέρα από το προσωπικό της θέμα, έφευγε άφωνη. Εντυπωσιασμένη από ένα απίστευτο γεγονός για αυτήν και μια καθημερινότητα για τους φυλακισμένους.
Οι γυναικείες φυλακές ήσαν κτισμένες ακριβώς απέναντι από τις αντρικές. Ήταν δυο μακρόστενα διώροφα κτίρια παράλληλα, που τα χώριζε ένας στενός δρόμος. Την πρώτη φορά που επισκέφθηκε την μάνα της, την ώρα που έβγαινε από την μεγάλη σιδερένια πόρτα, σαν σήμανε τέλος για το επισκεπτήριο, κάτι τράβηξε την προσοχή της. Απέναντι, σε όλο το μήκος της επάνω σειράς των παραθύρων των αντρικών φυλακών, δεκάδες χέρια δεμένα με λευκά σεντόνια κινούνταν με απίστευτη γρηγοράδα πάνω στα τζάμια.
Στην αρχή δεν κατάλαβε τι έβλεπε. Πάντως απέρριψε αυτό που φαινόταν λογικό, ως μη λογικό. Τόσες δεκάδες σπασμένα χέρια στον γύψο προφανώς δεν ήταν, ούτε γινόταν να κινούνται με τέτοιες ταχύτητες. Δεν φαινόταν επίσης να ήταν ένα είδος διαμαρτυρίας για κάτι. Έκανε μερικά βήματα μπροστά και από ένστικτο γύρισε πίσω το κεφάλι της. Τα παράθυρα των γυναικών αποκρίνονταν με τον ίδιο τρόπο. Τα ίδια χέρια, οι ίδιες κινήσεις, το ίδιο σκηνικό, οι ίδιες δεκάδες. Πέρασε από το μυαλό της η τρελή ιδέα πως με κάποιο κώδικα, επικοινωνούσαν.
Αυτή η τρελή ιδέα ήταν η αλήθεια. Μιλούσαν, αντάλλασσαν λόγια, έγνοιες, συναισθήματα, προβλήματα, νέα, ελπίδες, όνειρα. Απέναντι τα δύο φύλα. Κάποια πράγματα δεν τα χωρίζεις. Την πρώτη φορά που το αντίκρισε έμεινε ακίνητη αρκετή ώρα, κοιτάζοντας πότε δεξιά πότε αριστερά. Ήταν εντυπωσιασμένη. Χωρίς να γνωρίζει την διάλεκτο, προσπαθούσε να ξεχωρίσει τα ζευγάρια, να καταλάβει παλαιούς και νέους έρωτες, να κλέψει στιγμές απόλαυσης και απελπισίας.
Ρώτησε μετά απο μέρες μια δεσμοφύλακα που θύμιζε άνθρωπο και έμαθε για έρωτες έως τρέλας και για μια τακτική παλιά και γνωστή στους έγκλειστους του συστήματος. Ήταν απίστευτο…..Η ανάγκη του ανθρώπου για τον έρωτα είναι νομοτελειακή.”